- ἐναγισμός
- ἐναγισμόςoffering to the deadmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναγισμός — ἐναγισμός, ο (AM) 1. προσφορά θυσίας σε νεκρούς ή ήρωες 2. γεν. θυσίες, προσφορές συνήθ. στον πληθ … Dictionary of Greek
ἐναγισμοῖς — ἐναγισμός offering to the dead masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμοί — ἐναγισμός offering to the dead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμούς — ἐναγισμός offering to the dead masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμῶν — ἐναγισμός offering to the dead masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμόν — ἐναγισμός offering to the dead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)